ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ
Το ξύλο και πως αυτό εφαρμόζεται στις σύγχρονες οικοδομές
"Κανένα δομικό υλικό δεν μπορεί να συγκριθεί με την ζεστασιά και την αρμονία που δίνει το ξύλο, είτε χρησιμοποιείται σαν κούφωμα, είτα σαν άλλο δομικό υλικό σε στέγες και σε πατώματα. Είναι πάντα ένα ζωντανό υλικό, που ζει μέσα στον χώρο μας που χρειάζεται όμως την φροντίδα μας για την συντήρησή του όπως κάθε ζωντανός οργανισμός"
Τα είδη ξυλείας
Τα προϊόντα του ξύλου χωρίζονται σε 2 κατηγορίες, την πριστή ξυλεία (πρωτογενή και δευτερογενή) και την βιομηχανική ξυλεία (κόντρα - πλακέ, νοβοπάν, MDF κλπ).
Η παραγωγή ποιοτικών ξύλων, ξεκινάει στο δάσος. Εκεί τα κομμένα καθαρίζονται, συγκεντρώνονται και προωθούνται στα πριστήρια, δηλ. στα εργοστάσια κοπής.
(Αξίζει να σημειωθεί ότι στη θέση των κομμένων δέντρων φυτεύονται σε όλες τις προηγμένες χώρες καινούργια, ώστε να αναπαραχθεί το δάσος και να αποκατασταθεί η φυσική ισορροπία, αλλά και να υπάρχει μετά από χρόνια νέο δάσος για υλοτόμηση.)
Τα κομμένα, λοιπόν δέντρα, κόβονται ή ντανιάζονται είτε σαν αξεφάρδιστα (δηλ. με φλοιό στα χόντρητά τους), είτε σαν ξεφαδισμένα (με περισσότερα δηλαδή κοψίματα, γίνονται καθαρές τάβλες σε όλες τους τις πλευρές).
Ακολουθεί ο αερισμός και η ξήρανση, η οποία μπορεί να γίνει είτε με φυσικό - τρόπο (που διαρκεί μέχρι και 4 χρόνια), είτε τεχνητά (σε ξηραντήρια), με χρόνο ξήρανσης 7 έως 10 ημέρες.
Τίποτα σχεδόν δεν μένει ανεκμετάλλευτο από ένα κομμένο δέντρο. Η κορυφή μετατρέπεται συνήθως σε καυσόξυλα, ενώ το πιο κάτω από την κορυφή τμήμα του κορμού έχει πολλές διακλαδώσεις και χρησιμοποιείται για την παραγωγή κυτταρίνης και κόντρα - πλακέ. Το ακόμα πιο κάτω τμήμα έχει επίσης πολλές διακλαδώσεις, γι' αυτό και κόβεται μόνο σε απλά, ορθογωνισμένα ξύλα. Τα δε μεσαία και τα κατώτερα μέρη του κορμού, είναι αυτά που μπορούν να κοπούν σε σανίδες, κορδόνια και πήχεις, δηλαδή είναι αυτά που δίνουν τα υλικά στους ξυλουργούς, επαγγελματίες και ερασιτέχνες.
Πως χαρακτηρίζονται οι διάφοροι τύποι ξυλείας, ανάλογα με το πάχος:
Σκουρέτα: Με πάχος από 1,8 έως 2 εκ.
Τάβλες ή σανίδες: Με πάχος από 2,5 έως και σε πλάτη 8 - 10 - 12 - 15 εκ. ή και μεγαλύτερα.
Πόντοι: Με πάχος 4 έως και 5 εκ.
Παχοσανίδες ή μαδέρια: Με πάχος 5 έως 7 εκ.
Καδρόνια ορθογώνιας ή τετραγωνικής διατομής: Με μια πλευρά 20 εκ. ή και περισσότερο. Συνηθισμένες διατομές 20Χ26 εκ. μέχρι και 30 εκ. η μεγαλύτερη πλευρά.
Τα μήκη για την πριονιστική (πριστή) ξυλεία κυμαίνονται συνήθως μεταξύ τεσσάρων και έξι μέτρων.
Η εμπορική ξυλεία στην Ελλάδα
3. Αμερικάνικα ξύλα
Πιτσπαϊν - Pitch Pine (Pinus Palustris)
Φύεται στις Δυτικές ΗΠΑ. Μολονότι στη διεθνή αγορά έχει και άλλα εμπορικά ονόματα, στη χώρα μας η εμπορική του ονομασία είναι μόνο "πιτς πάϊν". Έχει χρώμα πορτοκαλί έως κόκκινο καφέ και είναι ρητινώδες. Ημέση πυκνότητά του είναι 0,67 (660 - 690 κιλά/μ³).
Το "πιτς πάϊν" είναι γενικά δυνατότερο και βαρύτερο από τα υπόλοιπα εν χρήσει μαλακά ξύλα. Ξηραίνεται αρκετά αργά και έχει την τάση να σκίζεται. Φυραίνει πολύ, αλλά σαν ξύλο είναι γνωστό για την σταθερότητά του, όταν έχει ξηρανθεί με σωστή διαδικασία. Σε ότι αφορά στις μηχανικές του ιδιότητες, κατατάσσεται στην ίδια κατηγορία με το "όρεγκον πάϊν" και το άγριο πεύκο.
Δουλεύεται αρκετά δύσκολα και το ξηραμένο σωστά ξύλο δίνει λεία επιφάνεια αν και το ρετσίνι ενίοτε δημιουργεί προβλήματα. Καρφώνεται και βιδώνεται καλά, κολλιέται αρκετά καλά και δίνει ικανοποιητικά αποτελέσματα με βερνίκια στο τελικό του φινίρισμα.
Το "πιτς πάϊν" χρησιμοποιείται κατεξοχήν στις οικοδομικές κατασκευές στις Δυτικές ΗΠΑ. Οι καλλιεργούμενες ποικιλίες χρησιμοποιούνται για χαρτοπολτό. Από το ρετσίνι του κατασκευάζονται μεγάλες ποσότητες νεφτιού. Στη χώρα μας χρησιμοποιείται σαν οικοδομική ξυλεία (κουφώματα) στην επιπλοποιία, στη ναυπηγική και για ελαφρά πατώματα, σαν επένδυση ρομποτέ για τοίχους και ταβάνια και σαν διακοσμητικός καπλαμάς, με την ονομασία "καρολάϊν πάϊν".
Ορεγγκον Πάϊν - Douglas Fir (Pseudotsuga Menziesll)
Φύεται στις Δυτ. ΗΠΑ και Καναδά. Καλλιεργείται στο Ην. Βασίλειο, Νέα Ζηλανδία και Αυστραλία. Στις περιοχές όπου είναι αυτοφυές συχνά μεγαλώνει σε ύψος έως και 50μ. και με πάχος κορμού έως 1,5μ. Πολλές φορές δεν έχει καθόλου κλαδιά έως ύψος 30μ. . Συνήθως διατίθεται ξεφαρδισμένο σε πάχη έως 100 χλσ. , πλάτος έως 300 χλσ. και μήκη 4,2μ. με 4,8μ. Γενικώς εξάγεται σε όλο τον κόσμο υπό μορφή αρίστης ξυλεία και κόντρα πλακέ. Έχει χρώμα που ποικίλλει από κίτρινο καφέ έως ανοιχτό κόκκινο καφέ, με ίσα νερά που μερικές φορές είναι κυματοειδή ή σπιράλ. Έχει μέση πυκνότητα 0.53 (530 κιλά/μ³). Έχει την τάση να είναι ρητινώδες. Ξηραίνεται γρήγορα και καλά χωρίς μεγάλες παραμορφώσεις ή σκισίματα, αλλά οι ρόζοι έχουν την τάση να ανοίγουν και να χαλαρώνουν. Παρουσιάζει μικρή κίνηση. Το ξύλο από τις παραθαλάσσιες περιοχές του Ειρηνικού είναι βαρύτερο, σκληρότερο και δυνατότερο από το ξύλο των ορεινών περιοχών.
Δουλεύεται πιο δύσκολα από τα άλλα εμπορικά μαλακά ξύλα, με εργαλεία χεριού ή μηχανικά και στομώνει τα εργαλεία που πρέπει να είναι πάντα καλοακονισμένα. Οι σκληροί ρόζοι μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα. Για καρφώματα, συνίστάται τρύπημα. Βιδώνεται και κολλιέται εύκολα. Σκουραίνει εύκολα με χρωστικές και δίνει πολύ όμορφο φινίρισμα.
Το "Όρεγκον Πάϊν" έχει σαν κύριο χαρακτηριστικό του τη δύναμη του και τη διάθεση του σε μεγάλες διαστάσεις. Είναι από τα πιο γνωστά ξύλα για βαριές οικοδομικές κατασκευές και για δοκάρια σε στέγες. Επίσης χρησιμοποιείται στην ξυλουργική για εσωτερικές και εξωτερικές κατασκευές, πασσάλους, σε κατασκευές για παραθαλάσσιες αποβάθρες, στη ναυπηγική και στη βαρελοποιία.
Στην Ελλάδα εισάγονται, επίσης τα είδη: πόπλαρ (λευκά), κερασιά, καρυδιά, λευκή δρυς, δεσποτάκι ή σφένδαμος ή κελεμπέκι.
Ιρόκο (Chlorophora Excelsa και C. Regia).
Η εμπορική ονομασία Ιρόκο προέρχεται από τη Νιγηρία. Στην Ανατολική Αφρική είναι γνωστό ως Mvule. Φύεται σε όλη την Αφρικανική ήπειρο από Ανατολή έως τη Δύση. Η παραγωγή του αυξήθηκε κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο σε αντικατάσταση του τικ. Εξάγεται σε κορμούς διαμέτρου 0,6μ. και 1,3μ. και μήκους άνω των 4μ. και ορθογώνια κοπή με πάχος 16 και 100χλσ., με πλάτος 75 έως και 600χλσ. καμιά φορά και περισσότερο και μήκος 1 έως και 6μ. Επίσης σαν διακοσμητικός καπλαμάς. Φρεσκοκομμένο έχει χρώμα ανοικτό κίτρινο έως ανοικτό καφέ αλλά γρήγορα σκουραίνει σε ένα ομοιόμορφο καφέ. Εκτεθειμένο σε εξωτερικές συνθήκες, σε χρήση σαν κατάστρωμα πλοίου ή έπιπλα κήπου, το χρώμα του ξανοίγει και μοιάζει με τικ. Έχει μέση πυκνότητα 0,64 (648 κιλά/μ³). περίπου όση και το τικ με το οποίο μοιάζει σχετικά αλλά δεν έχει τη χαρακτηριστική λαδωμένη υφή και τη μυρωδιά από δέρμα του τικ.
Ξεραίνεται αρκετά γρήγορα και έχει πολύ μικρή "κίνηση". Όντας ξερό έχει μεγάλη αντοχή στους μύκητες και τα έντομα. Δεν εμποτίζεται αποτελεσματικά από συντηρητικά.
Παρουσιάζει μικρή δυσκολία στην κατεργασία του με εργαλεία χεριού και μηχανικά. Δέχεται κάρφωμα και βίδωμα αρκετά εύκολα. Μετά από στοκάρισμα η επιφάνειά του βερνικώνεται όμορφα. Στις χώρες παραγωγής του το ιρόκο θεωρείται εφάμιλλο του τικ. Στην Ευρώπη χρησιμοποιείται σαν υποκατάστατο του τικ, όντας πολύ φθηνότερο. Βρίσκει επίσης εφαρμογή στη ναυπηγική, στη ξυλουργική υψηλού επιπέδου, σε δημόσια κτήρια, για έπιπλα κήπου, εργαστηριακούς πάγκους και κατασκευή πατωμάτων.
Νιαγκόν - Niangon (Tarrieta Utilis)
Η εμπορική ονομασία του ξύλου προέρχεται από την Ακτή του Ελεφαντοστού. Η ποικιλία την Γκάνα λέγεται Νιαγκόν. Φύεται στις δασώδεις ακτές της Δυτικής Αφρικής από τη Σιέρα Λεόνε. Στη Λιβερία και την Ακτή του Ελεφαντοστού μέχρι τη Γκάνα. Εξάγεται σε ορθογωνική κοπή 25 με 50χλσ. πάχος, 150χλσ. και πάνω πλάτος και μήκος πάνω από 2μ. Μοιάζει με ανοιχτόχρωμο μαόνι αλλά είναι λίγο βαρύτερο με μέση πυκνότητα 0,64 (648 κιλά/μ³) και έχει ρητινώδεις χυμούς που το κάνουν λαδερά σαν το τικ.
Ξηραίνεται αρκετά γρήγορα και έχει μεσαία "κίνηση". Είναι δυνατό σαν το μαόνι, αλλά γενικά σκληρότερο και έχει μεγαλύτερη αντίσταση στο σκίσιμο κλπ. Είναι κατάλληλο για εξωτερική χρήση και πάρα πολύ δύσκολο να εμποτιστεί με συντηρητικά.
Επεξεργάζεται εύκολα με εργαλεία χεριού και μηχανικά. Έχει την τάση να ανοίγει στο κάρφωμα. Οι δυσκολίες στο βερνίκωμα (εξ' αιτίας του λαδιού) ξεπερνιούνται με τη χρήση ενός αλκαλικού διαλύματος. Με την προϋπόθεση στοκαρίσματος βερνικώνεται πολύ καλά.
Εφαρμόζεται ευρέως στην Ευρώπη για εξωτερική και εσωτερική χρήση στην ξυλουργική στο φυσικό του χρώμα. Επίσης χρησιμοποιείται στη ναυπηγική και για πατώματα. Η χρήση του οφείλεται και στη χαμηλή του τιμή σε σχέση με το μαόνι. (Στην Ελλάδα εισάγονται, επίσης τα είδη: αμπουρά - λίμπα, μπετέ, τιάμα, κάγα, εξπελέ, σίπο ή βενγκέ).
Πίνακας μέτρησης της σκληρότητα του ξύλου:
Μαλακά ξύλαΒαθμός σκληρότηταςΗμίσκληρα ξύλαΒαθμός σκληρότηταςΣκληρά ξύλαΒαθμός σκληρότηταςΈλατο1,5Ακροκερασιά3,3Φτελιά4,2Πεδινή Πεύκη2Iroko3,3Σφενδάμι καναδικό4,8Καστανιά2,3Σφενδάμι3,4Mertau4,9Λάρτζινο2,3Οξιά3,7Angelique4,9Σημύδα2,6Δρυς3,7Werge5,6Teck2,8Kambela3,7 Μελιά3,8 Πίνακας Θερμικής συμπεριφοράς του ξύλου:
Βελονόφυλλα
0,13
Οξιά0,20Δρυς0,20Φτελιά0,17(Όλες οι τιμές είναι προσεγγιστικές) Συντελεστής θερμικής αγωγιμότητας σε W/mKΠίνακας υγρασίας ξυλείας & περιβάλλοντος:
Υγρασία του περιβάλλοντος αέρα (%)**
Υγρασία ισορροπία του ξύλου (%)*
306408509 - 1065127013 - 14751580178519* πρόκειται για τιμές μέσης υγρασίας Η υγρασία του περιβάλλοντος αέρα, δεν πρέπει να υπερβαίνει το 60% κατά την τοποθέτηση
Η ξυλεία της επίστρωσης παραδίδεται από το εργοστάσιο σε μια υγρασιακή κατάσταση τέτοια, ώστε να έχει τις μικρότερες δυνατές αυξομειώσεις διαστάσεων κάτω από συνηθισμένες συνθήκες χρήσης. Η υγρασία αυτή κυμαίνεται γενικά μεταξύ 7% και 11%.
Η υγρασία του υπόβαθρου, πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 2% και 3%. Για υπόβαθρο με εγκατάσταση συστήματος ενδοδαπέδιας θέρμανσης η στάθμη αυτή είναι 1,5%. Η γνώση της υγρομετρικής κατάστασης του περιβάλλοντος αέρα είναι ουσιώδης γιατί αυτή προσδιορίζει την υγρασία ισορροπίας του ξύλου.
4. Προστασία και Συντήρηση
Οι κύριοι παράγοντες που είναι πιθανό να προσβάλουν τα ξύλα υποβαθμίζοντας την αντοχή, την υγιεινή και την αισθητική του ζευκτού είναι:
Η υγρασία:
Το ξύλο υπό την επίδραση της υγρασίας, σε συνδυασμό με θερμοκρασιακές μεταβολές και ελλιπή αερισμό, κινδυνεύει να αναπτύξει φυτικούς και ζωικούς μύκητες. Για την αποφυγή τέτοιων φαινομένων, αρχικά τα ξύλα που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του ζευκτού πρέπει να είναι στεγνά και μετά την τοποθέτησή του είναι απαραίτητο να εξασφαλίζεται ο αερισμός τους. Η επαφής τους με υγρά ή υγροσκοπικά υλικά πρέπει να αποφεύγεται, Στις περιοχές που τα ξύλα εφάπτονται με σκυρόδεμα ή τοιχοποιίες χρειάζεται να παρεμβάλλονται στεγανωτικά μέσα. Για προστασία από την υγρασία τα ξύλα περνιούνται με στεγανωτικά βερνίκια τα οποία εισχωρούν μέσα στους πόρους τους.
Τα έντομα:
Το σαράκι αποτελεί το σπουδαιότερο εχθρό των κατεργασμένων ξύλων. Ευνοείται από την έλλειψη αερισμού και φυσικού φωτισμού. Αν δεν καταπολεμηθεί έγκαιρα, εξαπλώνεται και καταστρέφει πολύ γρήγορα μεγάλες μάζες ξύλου. Η εξυγίανση των προσβεβλημένων ξύλων γίνεται με την αφαίρεση όλων των προσβεβλημένων τμημάτων σε βάθος και τον καυτηριασμό τους με φλόγα. Ακολουθεί βούρτσισμα με μεταλλική βούρτσα ή τρίψιμο με γυαλόχαρτο. Στη συνέχεια το σύνολο του φορέα ψεκάζεται με ειδικά εντομοκτόνα υλικά. Άλλη τεχνική συνίσταται στον εμποτισμό του ξύλου με εντομοκτόνο υλικό με τη μέθοδο των ενέσεων, μέσα από οπές διαμέτρου 7 - 12 ΠΙΠΙ που ανοίγονται στον ξύλινο φορέα ανά 15 εκ. Τα ξύλα που έχουν προσβληθεί από έντομα άλλου είδους εξυγιαίνονται επίσης με αφαίρεση των προσβεβλημένων τμημάτων. Οι οπές αφήνονται ανοιχτές επί αρκετές μέρες σε συνθήκες καλού αερισμού, καυτηριάζονται με καυτό αέρα ή ειδικά αέρια και στη συνέχεια κλείνονται με κερί. Τελικά το σύνολο του φορέα ψεκάζεται με κατάλληλο εντομοκτόνο υλικό.
Οι μύκητες:
Προϋπόθεση για την ανάπτυξη μυκήτων αποτελεί η αποσύνθεση των ινών του ξύλου από την υγρασία σε συνδυασμό με την έλλειψη αερισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν αναπτύσσονται μύκητες σε ξύλα με υγρασία μικρότερη από 20%. Οι μύκητες προσβάλλουν το εσωτερικό των κυττάρων του ξύλου και τους προσδίδουν χαρακτηριστικό γαλαζωπό χρώμα. Τα ρητινώδη ξύλα προσβάλλονται από έναν ειδικό μύκητα εποπλέιον αυτών που προσβάλλουν τα άλλη ξύλα. Γενικά η προσβολή ξεκινά από μέσα προς τα έξω κι έτσι δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή.
Η φωτιά:
Η προστασία των ξύλινων στοιχείων από τη φωτιά αφορά κυρίως τις αποστάσεις τους από καπνοδόχους, εστίες φωτιάς, εύφλεκτα υλικά κλπ. (DIN 4102). Υπάρχουν επίσης πυροπροστατευτικά υλικά που εφαρμόζονται στα ξύλα με επάλειψη ή ψεκασμό. Ο συνδυασμός ρητινώδους επάλειψης με αφρώδες πυροπροστατευτικό υλικό αποτελεί μια αποτελεσματική επιλογή. Τα πυροπροστατευτική υλικά πρέπει γενικά να εφαρμόζονται στα ξύλα τελευταία, μετά από τα στεγανωτικά και μυκητοκτόνα υλικά.
Στη σύγχρονη αγορά υπάρχουν υλικά που προσφέρουν στο ξύλο συνδυασμένη προστασία από κάποιες από τις επιδράσεις που αναφέρθηκαν προηγούμενα, ενώ ταυτόχρονα προσδίδουν στο ξύλο διάφορες επιθυμητές αποχρώσεις. Γενικά τα υλικά προστασίας του ξύλου είναι τοξικά, για το λόγο αυτό η εφαρμογή τους πρέπει να γίνεται σε αεριζόμενους χώρους και οι τεχνίτες να φορούν προστατευτικά γάντια και μάσκες.
5. Οι ξύλινες στέγες
Α) Ξυλεία
Η ξυλεία που χρησιμοποιείται συνήθως για την κατασκευή των ξύλινων ζευκτών προέρχεται από μαλακά ξύλα με σκληρότερο πυρήνα όπως είναι το πεύκο, το έλατο κ.α. ή από σκληρά ξύλα όπως είναι η δρυς, το άγριο πεύκο, η καρυδιά κ.α. Οι κατηγορίες ποιότητας δομικής ξυλείας περιλαμβάνονται στα DIN 4074, 1052, 1074, 4074. Σύμφωνα με τους κανονισμούς αυτούς, η δομική ξυλεία διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες ποιότητας στις οποίες λαμβάνονται υπόψη η φέρουσα ικανότητα των ξύλων, τα επιτρεπτά ελαττώματά του, η σχέση της διατομής του ξύλινου στοιχείου με τη διατομή του κορμού από τον οποίο προέρχεται και τα πλάτη των ετήσιων δακτυλίων.
Γενικά για την κατασκευή των ζευκτών επιλέγονται ξύλα τα οποία έχουν αναπτυχθεί ίσα, χωρίς συστροφές και κατά το δυνατό χωρίς ελαττώματα. Τα συνεστραμμένα ξύλα λαξεύουν κατά την ξήρανση και αυτά που δεν έχουν αναπτυχθεί ίσα συρρικνώνονται ανομοιόμορφα και σκεβρώνουν.
Οι ρόζοι αποδυναμώνουν την αντοχή των ξύλινων διατομών, ενώ οι βαθιές ρωγμές ή απολεπίσεις καθιστούν το ξύλο άχρηστο για φέρουσες κατασκευές. Αντίθετα, οι λεπτές επιφανειακές ρωγμές που προέρχονται από συρρίκνωση ξήρανση του ξύλου επηρεάζουν ελάχιστα την αντοχή του.
Χαρακτηριστική τεχνική ιδιότητα του ξύλου είναι η ανισορροπία του, δηλαδή ι ιδιότητά του να έχει διαφορετική συμπεριφορά κατά τη διεύθυνση των ινών σε σύγκριση με τη διεύθυνση την κάθετη προς τις ίνες του.
Β) Συνδέσεις ξύλινου ζευκτού
Απαραίτητη προϋπόθεση για την καλή συμπεριφορά του ζευκτού αποτελεί η τέλεια μεταβίβαση των φορτίων στα σημεία των κόμβων. Παλαιότερα, οι παραδοσιακοί τεχνίτες χρησιμοποιούσαν ως κύριο τρόπο σύνδεσης τη σύνδεση μορφής, τρόπος που τείνει σήμερα να εγκαταλειφθεί γιατί εξασθενίζει τις διατομές. Συνηθέστερα χρησιμοποιούνται μεταλλικοί συνδετήρες, πίροι, απλοί κοχλίες και ήλοι. Τα μέσα αυτά μπορεί να δρουν συμπληρωματικά με απλές εγκοπές των ξύλων, τεμάχια ξύλινων φύλλων και κομβοελάσματα.
Η σύνδεση των ξύλινων δοκίδων μόνο με κοχλίες μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε περιπτώσεις ζευκτών που δέχονται περιορισμένα φορτία. Σε άλλες περιπτώσεις, οι μεγάλες διατομές των δοκίδων επιβάλλουν μεγάλα μήκη κοχλιών τα οποία υφίστανται παραμορφώσεις.
Γ) Αερισμός
Ο αερισμός όλων των στοιχείων μιας ξύλινης στέγης αποτελεί προϋπόθεση για την αντοχή όλων των υλικών της στο χρόνο και για την υγιεινή του κτηρίου.
Η διατήρηση όλων των υλικών σε κανονικές συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας εμποδίζει την υποβάθμισή τους και τις ανάγκες συντήρησης αι αντικατάστασής τους.
Η θερμομόνωση μια ξύλινης στέγης αποτελεί απαραίτητο στοιχεί για τη θερμική άνεση του εσωτερικού χώρου του κτηρίου. Ως θερμομονωτικά υλικά χρησιμοποιούνται συνήθως ινώδη υλικά σε μορφή παπλώματος π.χ. υαλοβάμβακας και άκαμπτες ή ημιάκαμπτες πλάκες π.χ. από πολυστερίνη ή πολυουρεθάνη. Σε περίπτωση που ο χώρος στο εσωτερικό του ζευκτού δεν είναι κατοικήσιμος, ή θερμομόνωση τοποθετείται πάνω ή κάτω από τη διαχωριστική επιφάνεια που αποτελεί το δάπεδο της σοφίτας και την οροφή του κατοικημένου χώρου.
Αν ο χώρος στο εσωτερικό του ζευκτού είναι κατοικήσιμος τότε η θερμομόνωση τοποθετείται στο επίπεδο των αμειβόντων. Αυτή καταλαμβάνει συνήθως τους χώρους μεταξύ των αμειβόντων, αφήνοντας τους εσωτερικό εμφανείς ή τους επικαλύπτει (εσωτερική θερμομόνωση). Μπορεί εξάλλου το θερμομονωτικό υλικό να τοποθετηθεί πάνω από τους αμείβοντες (εξωτερική θερμομόνωση). Η κάτω πλευρά της θερμομονωτικής στρώσης πρέπει να προστατεύεται από την υγρασία που προέρχεται από τον εσωτερικό χώρο με τη χρήση φράγματος υδρατμών.
Ε) Στεγάνωση
Στεγάνωση του ζευκτού με μεμβράνες. Μεταξύ του ζευκτού και του υλικού επικάλυψης της στέγης πρέπει υπάρχει κατάλληλη στεγανωτική στρώση η οποία να προστατεύει το ζευκτό και τη θερμομόνωση από νερό της βροχής, το χιόνι, τη σκόνη και τον αέρα. Αντίθετα η στεγανωτική στρώση πρέπει να είναι διαπερατή από τους υδρατμούς που προέρχονται από τον εσωτερικό χώρο, έτσι ώστε να αποφεύγεται η συμπύκνωση τους. Οι στεγανωτικές μεμβράνες που χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτό πρέπει να διαθέτουν την κατάλληλη αντοχή σε μηχανικές καταπονήσεις όπως έλξη θραύση, σχίσιμο, τριβή, σε θερμοκρασιακές μεταβολές και σε χημικές επιδράσεις.
Χρησιμοποιούνται συνήθως μεμβράνες από ασφαλτικά ή πλαστικά φύλλα οι οποίες μπορεί να είναι ενισχυμένες με ενσωματωμένα λεπτά πλέγματα. Δύο μεμβράνες που περικλείουν πλέγμα μεταξύ τους δημιουργούν μια στρώση με μεγάλη αντοχή στο σχίσιμο. Η πάνω πλευρά των μεμβρανών μπορεί να έχει ενσωματωμένη επένδυση αλουμινίου για να αντανακλά την ηλιακή ακτινοβολία. Η τοποθέτηση των μεμβρανών μπορεί να γίνει:
α) Ελεύθερα πάνω στους αμείβοντες χωρίς τέντωμα. Η απλή αυτή μέθοδος αφήνει τη μεμβράνη αρκετά ελεύθερη να παραμορφώνεται ή να αναδιπλώνεται υπό άσχημες καιρικές συνθήκες ή ακόμη να δημιουργεί θόρυβο όταν ο άνεμος είναι δυνατός. Η λύση αυτή είναι καλύτερο να αποφεύγεται στην περίπτωση της εξωτερικής θερμομόνωσης του ζευκτού.
β) Με τέντωμα, με την παρεμβολή πρόσθετων δοκίδων που καρφώνονται κάθετα στους αμείβοντες του ζευκτού. Η μεμβράνη μπορεί να τεντωθεί και πάνω σε άκαμπτο θερμομονωτικό υλικό ή σε πέτσωμα. Πάνω στις δοκίδες στερέωσης της μεμβράνης καρφώνονται σταυρωτά οι τεγίδες στήριξης του υλικού επικάλυψης.
ΣΤ) Υλικά επικάλυψης:
α) Αργιλικά κεραμίδια
Τα κεραμίδια αποτελούν το συνηθέστερο παραδοσιακό υλικό επικάλυψης ξύλινων ζευκτών στην Ελλάδα. Στις σύγχρονες κατασκευές προσαρμόζονται σε πολλές αρχιτεκτονικές επιλογές και προτιμώνται για την καλαίσθητη παραδοσιακή τους εμφάνιση και τη στεγανότητα που παρέχουν στη στέγη σε συνδυασμό με τη δυνατότητα αναπνοής. Είναι άκαυστα, έχουν αρκετά μεγάλη θερμοχωρητικότητα και προσαρμόζονται στο ξύλινο ζευκτό με διάφορους τρόπους, ανάλογα με το σχήμα τους.
Τα πτυχωτά (γαλλικά) και τα κυματοειδή (ολλανδικά) κεραμίδια έχουν ακμές διαμορφωμένες έτσι ώστε να εφαρμόζουν μεταξύ τους. Στην πίσω πλευρά τους έχουν ειδική προεξοχή με οπή, μέσα από την οποία δένονται με σύρμα στις τεγίδες του ζευκτού. Η απόσταση μεταξύ των τεγίδων διαμορφώνεται ανάλογα με το μήκος των κεραμιδιών. Τα κεραμίδια δένονται όλα σε στέγες με μεγάλη κλίση και σε περιοχές με δυνατούς ανέμους. Σε στέγες μέτριας και μικρής κλίσης και σε περιοχές με ήπιο κλίμα μπορούν δεθούν μόνο μερικές σειρές κεραμιδιών (περίπου το 30% των τεμαχίων).
Τα κοίλα βυζαντινά κεραμίδια τοποθετούνται κολυμβητά με άσβεστο - τσιμεντοκονίαμα. Ανάλογα με την κλίση της στέγης και με την ένταση των ανέμων στην περιοχή μπορούν να επικολληθούν μόνο μερικές σειρές κεραμιδιών. Ειδικές μορφές κοίλων κεραμιδιών μπορούν να εφαρμοστούν χωρίς επικόλληση σε πυκνές τεγίδες με κατάλληλη απόσταση μεταξύ τους.
Τα ρωμαϊκά κεραμίδια (συνδυασμός πτυχωτών και κοίλων κεραμιδιών) τοποθετούνται με συνδυασμό επικόλλησης και δεσίματος.
Τα επίπεδα κεραμίδια χρησιμοποιούνται σπάνια στην Ελλάδα. Αγκυρώνονται στις τεγίδες με προεξοχές που υπάρχουν στο πίσω μέρος τους ή καρφώνονται μέσα από προδιαμορφωμένες οπές. Αλληλεπικαλύπτονται κατά μήκος περίπου κατά τα 2/3 τους, ενώ κατά πλάτος απλώς εφάπτονται. Οι διαδοχικές σειρές διαμορφώνονται με εναλλασσόμενους αρμούς.
β) Σχιστόπλακες
Οι σχιστόπλακες αποτελούσαν στο παρελθόν το πιο συνηθισμένο υλικό επιστέγασης στα ορεινά χωριά της Ελλάδας. Σήμερα χρησιμοποιούνται κυρίως στο Πήλιο και σε μερικά χωριά της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης. Στις σύγχρονες κατασκευές οι σχιστόπλακες μπορούν να προσδώσουν ιδιαίτερο παραδοσιακό χαρακτήρα σε στέγες με μέτριες ή μικρές κλίσεις.
Συνήθως τοποθετούνται μεγαλύτερες πλάκες στην περίμετρο της στέγης και πλάκες ισιωμένου πλάτους προς την κορυφή. Το ύψος των πλακών της ίδιας στέγης πρέπει να είναι περίπου σταθερό, ενώ η ποικιλία του πλάτους δίνει στη στέγη μια ακαλαίσθητη φυσική εμφάνιση. Οι πλάκες πρέπει να είναι γενικά λεπτές και με επίπεδη κάτω επιφάνεια για καλή έδραση.
Οι πλάκες τοποθετούνται με την παρεμβολή πετσώματος ή χωρίς αυτό και μπορεί να στηρίζονται σε τεγίδες. Εφαρμόζονται κατά τρόπο ώστε σε κάθε σημείο το πάχος της επικάλυψης να ισούται με τρία πάχη πλακών και στερεώνονται στις τεγίδες ή απευθείας στο πέτσωμα με καρφιά ή συνδετήρες από ανοξείδωτο χάλυβα ή χαλκό. Τα καρφιά εισχωρούν σε προκατασκευασμένες οπές στην πάνω ακμή ή στο μέσο των πλακών. Η κορυφογραμμή της επικάλυψης διαμορφώνεται με δύο αντικριστές λουρίδες πλακών οι οποίες αλληλεπικαλύπτονται και συνδέονται μεταξύ τους με ελαστικό τσιμεντοκονίαμα.
Φυσικά, εκτός από τα αργιλικά κεραμίδια ή τις σχιστόπλακες, υπάρχουν και άλλα υλικά επικάλυψης: ασφαλτικά κεραμίδια, μεταλλικά φύλλα.
Οι γράφοντες εκφράζουν την παντελή αντίθεσή τους με αυτά τα υλικά, τόσο για λόγους αισθητικούς όσο και για λόγους οικολογικούς - περιβαλλοντικούς.
Ελληνικά περιεχόμενα
"Κανένα δομικό υλικό δεν μπορεί να συγκριθεί με την ζεστασιά και την αρμονία που δίνει το ξύλο, είτε χρησιμοποιείται σαν κούφωμα, είτα σαν άλλο δομικό υλικό σε στέγες και σε πατώματα. Είναι πάντα ένα ζωντανό υλικό, που ζει μέσα στον χώρο μας που χρειάζεται όμως την φροντίδα μας για την συντήρησή του όπως κάθε ζωντανός οργανισμός"
Τα είδη ξυλείας
Τα προϊόντα του ξύλου χωρίζονται σε 2 κατηγορίες, την πριστή ξυλεία (πρωτογενή και δευτερογενή) και την βιομηχανική ξυλεία (κόντρα - πλακέ, νοβοπάν, MDF κλπ).
Η παραγωγή ποιοτικών ξύλων, ξεκινάει στο δάσος. Εκεί τα κομμένα καθαρίζονται, συγκεντρώνονται και προωθούνται στα πριστήρια, δηλ. στα εργοστάσια κοπής.
(Αξίζει να σημειωθεί ότι στη θέση των κομμένων δέντρων φυτεύονται σε όλες τις προηγμένες χώρες καινούργια, ώστε να αναπαραχθεί το δάσος και να αποκατασταθεί η φυσική ισορροπία, αλλά και να υπάρχει μετά από χρόνια νέο δάσος για υλοτόμηση.)
Τα κομμένα, λοιπόν δέντρα, κόβονται ή ντανιάζονται είτε σαν αξεφάρδιστα (δηλ. με φλοιό στα χόντρητά τους), είτε σαν ξεφαδισμένα (με περισσότερα δηλαδή κοψίματα, γίνονται καθαρές τάβλες σε όλες τους τις πλευρές).
Ακολουθεί ο αερισμός και η ξήρανση, η οποία μπορεί να γίνει είτε με φυσικό - τρόπο (που διαρκεί μέχρι και 4 χρόνια), είτε τεχνητά (σε ξηραντήρια), με χρόνο ξήρανσης 7 έως 10 ημέρες.
Τίποτα σχεδόν δεν μένει ανεκμετάλλευτο από ένα κομμένο δέντρο. Η κορυφή μετατρέπεται συνήθως σε καυσόξυλα, ενώ το πιο κάτω από την κορυφή τμήμα του κορμού έχει πολλές διακλαδώσεις και χρησιμοποιείται για την παραγωγή κυτταρίνης και κόντρα - πλακέ. Το ακόμα πιο κάτω τμήμα έχει επίσης πολλές διακλαδώσεις, γι' αυτό και κόβεται μόνο σε απλά, ορθογωνισμένα ξύλα. Τα δε μεσαία και τα κατώτερα μέρη του κορμού, είναι αυτά που μπορούν να κοπούν σε σανίδες, κορδόνια και πήχεις, δηλαδή είναι αυτά που δίνουν τα υλικά στους ξυλουργούς, επαγγελματίες και ερασιτέχνες.
Πως χαρακτηρίζονται οι διάφοροι τύποι ξυλείας, ανάλογα με το πάχος:
Σκουρέτα: Με πάχος από 1,8 έως 2 εκ.
Τάβλες ή σανίδες: Με πάχος από 2,5 έως και σε πλάτη 8 - 10 - 12 - 15 εκ. ή και μεγαλύτερα.
Πόντοι: Με πάχος 4 έως και 5 εκ.
Παχοσανίδες ή μαδέρια: Με πάχος 5 έως 7 εκ.
Καδρόνια ορθογώνιας ή τετραγωνικής διατομής: Με μια πλευρά 20 εκ. ή και περισσότερο. Συνηθισμένες διατομές 20Χ26 εκ. μέχρι και 30 εκ. η μεγαλύτερη πλευρά.
Τα μήκη για την πριονιστική (πριστή) ξυλεία κυμαίνονται συνήθως μεταξύ τεσσάρων και έξι μέτρων.
Η εμπορική ξυλεία στην Ελλάδα
3. Αμερικάνικα ξύλα
Πιτσπαϊν - Pitch Pine (Pinus Palustris)
Φύεται στις Δυτικές ΗΠΑ. Μολονότι στη διεθνή αγορά έχει και άλλα εμπορικά ονόματα, στη χώρα μας η εμπορική του ονομασία είναι μόνο "πιτς πάϊν". Έχει χρώμα πορτοκαλί έως κόκκινο καφέ και είναι ρητινώδες. Ημέση πυκνότητά του είναι 0,67 (660 - 690 κιλά/μ³).
Το "πιτς πάϊν" είναι γενικά δυνατότερο και βαρύτερο από τα υπόλοιπα εν χρήσει μαλακά ξύλα. Ξηραίνεται αρκετά αργά και έχει την τάση να σκίζεται. Φυραίνει πολύ, αλλά σαν ξύλο είναι γνωστό για την σταθερότητά του, όταν έχει ξηρανθεί με σωστή διαδικασία. Σε ότι αφορά στις μηχανικές του ιδιότητες, κατατάσσεται στην ίδια κατηγορία με το "όρεγκον πάϊν" και το άγριο πεύκο.
Δουλεύεται αρκετά δύσκολα και το ξηραμένο σωστά ξύλο δίνει λεία επιφάνεια αν και το ρετσίνι ενίοτε δημιουργεί προβλήματα. Καρφώνεται και βιδώνεται καλά, κολλιέται αρκετά καλά και δίνει ικανοποιητικά αποτελέσματα με βερνίκια στο τελικό του φινίρισμα.
Το "πιτς πάϊν" χρησιμοποιείται κατεξοχήν στις οικοδομικές κατασκευές στις Δυτικές ΗΠΑ. Οι καλλιεργούμενες ποικιλίες χρησιμοποιούνται για χαρτοπολτό. Από το ρετσίνι του κατασκευάζονται μεγάλες ποσότητες νεφτιού. Στη χώρα μας χρησιμοποιείται σαν οικοδομική ξυλεία (κουφώματα) στην επιπλοποιία, στη ναυπηγική και για ελαφρά πατώματα, σαν επένδυση ρομποτέ για τοίχους και ταβάνια και σαν διακοσμητικός καπλαμάς, με την ονομασία "καρολάϊν πάϊν".
Ορεγγκον Πάϊν - Douglas Fir (Pseudotsuga Menziesll)
Φύεται στις Δυτ. ΗΠΑ και Καναδά. Καλλιεργείται στο Ην. Βασίλειο, Νέα Ζηλανδία και Αυστραλία. Στις περιοχές όπου είναι αυτοφυές συχνά μεγαλώνει σε ύψος έως και 50μ. και με πάχος κορμού έως 1,5μ. Πολλές φορές δεν έχει καθόλου κλαδιά έως ύψος 30μ. . Συνήθως διατίθεται ξεφαρδισμένο σε πάχη έως 100 χλσ. , πλάτος έως 300 χλσ. και μήκη 4,2μ. με 4,8μ. Γενικώς εξάγεται σε όλο τον κόσμο υπό μορφή αρίστης ξυλεία και κόντρα πλακέ. Έχει χρώμα που ποικίλλει από κίτρινο καφέ έως ανοιχτό κόκκινο καφέ, με ίσα νερά που μερικές φορές είναι κυματοειδή ή σπιράλ. Έχει μέση πυκνότητα 0.53 (530 κιλά/μ³). Έχει την τάση να είναι ρητινώδες. Ξηραίνεται γρήγορα και καλά χωρίς μεγάλες παραμορφώσεις ή σκισίματα, αλλά οι ρόζοι έχουν την τάση να ανοίγουν και να χαλαρώνουν. Παρουσιάζει μικρή κίνηση. Το ξύλο από τις παραθαλάσσιες περιοχές του Ειρηνικού είναι βαρύτερο, σκληρότερο και δυνατότερο από το ξύλο των ορεινών περιοχών.
Δουλεύεται πιο δύσκολα από τα άλλα εμπορικά μαλακά ξύλα, με εργαλεία χεριού ή μηχανικά και στομώνει τα εργαλεία που πρέπει να είναι πάντα καλοακονισμένα. Οι σκληροί ρόζοι μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα. Για καρφώματα, συνίστάται τρύπημα. Βιδώνεται και κολλιέται εύκολα. Σκουραίνει εύκολα με χρωστικές και δίνει πολύ όμορφο φινίρισμα.
Το "Όρεγκον Πάϊν" έχει σαν κύριο χαρακτηριστικό του τη δύναμη του και τη διάθεση του σε μεγάλες διαστάσεις. Είναι από τα πιο γνωστά ξύλα για βαριές οικοδομικές κατασκευές και για δοκάρια σε στέγες. Επίσης χρησιμοποιείται στην ξυλουργική για εσωτερικές και εξωτερικές κατασκευές, πασσάλους, σε κατασκευές για παραθαλάσσιες αποβάθρες, στη ναυπηγική και στη βαρελοποιία.
Στην Ελλάδα εισάγονται, επίσης τα είδη: πόπλαρ (λευκά), κερασιά, καρυδιά, λευκή δρυς, δεσποτάκι ή σφένδαμος ή κελεμπέκι.
Ιρόκο (Chlorophora Excelsa και C. Regia).
Η εμπορική ονομασία Ιρόκο προέρχεται από τη Νιγηρία. Στην Ανατολική Αφρική είναι γνωστό ως Mvule. Φύεται σε όλη την Αφρικανική ήπειρο από Ανατολή έως τη Δύση. Η παραγωγή του αυξήθηκε κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο σε αντικατάσταση του τικ. Εξάγεται σε κορμούς διαμέτρου 0,6μ. και 1,3μ. και μήκους άνω των 4μ. και ορθογώνια κοπή με πάχος 16 και 100χλσ., με πλάτος 75 έως και 600χλσ. καμιά φορά και περισσότερο και μήκος 1 έως και 6μ. Επίσης σαν διακοσμητικός καπλαμάς. Φρεσκοκομμένο έχει χρώμα ανοικτό κίτρινο έως ανοικτό καφέ αλλά γρήγορα σκουραίνει σε ένα ομοιόμορφο καφέ. Εκτεθειμένο σε εξωτερικές συνθήκες, σε χρήση σαν κατάστρωμα πλοίου ή έπιπλα κήπου, το χρώμα του ξανοίγει και μοιάζει με τικ. Έχει μέση πυκνότητα 0,64 (648 κιλά/μ³). περίπου όση και το τικ με το οποίο μοιάζει σχετικά αλλά δεν έχει τη χαρακτηριστική λαδωμένη υφή και τη μυρωδιά από δέρμα του τικ.
Ξεραίνεται αρκετά γρήγορα και έχει πολύ μικρή "κίνηση". Όντας ξερό έχει μεγάλη αντοχή στους μύκητες και τα έντομα. Δεν εμποτίζεται αποτελεσματικά από συντηρητικά.
Παρουσιάζει μικρή δυσκολία στην κατεργασία του με εργαλεία χεριού και μηχανικά. Δέχεται κάρφωμα και βίδωμα αρκετά εύκολα. Μετά από στοκάρισμα η επιφάνειά του βερνικώνεται όμορφα. Στις χώρες παραγωγής του το ιρόκο θεωρείται εφάμιλλο του τικ. Στην Ευρώπη χρησιμοποιείται σαν υποκατάστατο του τικ, όντας πολύ φθηνότερο. Βρίσκει επίσης εφαρμογή στη ναυπηγική, στη ξυλουργική υψηλού επιπέδου, σε δημόσια κτήρια, για έπιπλα κήπου, εργαστηριακούς πάγκους και κατασκευή πατωμάτων.
Νιαγκόν - Niangon (Tarrieta Utilis)
Η εμπορική ονομασία του ξύλου προέρχεται από την Ακτή του Ελεφαντοστού. Η ποικιλία την Γκάνα λέγεται Νιαγκόν. Φύεται στις δασώδεις ακτές της Δυτικής Αφρικής από τη Σιέρα Λεόνε. Στη Λιβερία και την Ακτή του Ελεφαντοστού μέχρι τη Γκάνα. Εξάγεται σε ορθογωνική κοπή 25 με 50χλσ. πάχος, 150χλσ. και πάνω πλάτος και μήκος πάνω από 2μ. Μοιάζει με ανοιχτόχρωμο μαόνι αλλά είναι λίγο βαρύτερο με μέση πυκνότητα 0,64 (648 κιλά/μ³) και έχει ρητινώδεις χυμούς που το κάνουν λαδερά σαν το τικ.
Ξηραίνεται αρκετά γρήγορα και έχει μεσαία "κίνηση". Είναι δυνατό σαν το μαόνι, αλλά γενικά σκληρότερο και έχει μεγαλύτερη αντίσταση στο σκίσιμο κλπ. Είναι κατάλληλο για εξωτερική χρήση και πάρα πολύ δύσκολο να εμποτιστεί με συντηρητικά.
Επεξεργάζεται εύκολα με εργαλεία χεριού και μηχανικά. Έχει την τάση να ανοίγει στο κάρφωμα. Οι δυσκολίες στο βερνίκωμα (εξ' αιτίας του λαδιού) ξεπερνιούνται με τη χρήση ενός αλκαλικού διαλύματος. Με την προϋπόθεση στοκαρίσματος βερνικώνεται πολύ καλά.
Εφαρμόζεται ευρέως στην Ευρώπη για εξωτερική και εσωτερική χρήση στην ξυλουργική στο φυσικό του χρώμα. Επίσης χρησιμοποιείται στη ναυπηγική και για πατώματα. Η χρήση του οφείλεται και στη χαμηλή του τιμή σε σχέση με το μαόνι. (Στην Ελλάδα εισάγονται, επίσης τα είδη: αμπουρά - λίμπα, μπετέ, τιάμα, κάγα, εξπελέ, σίπο ή βενγκέ).
Πίνακας μέτρησης της σκληρότητα του ξύλου:
Μαλακά ξύλαΒαθμός σκληρότηταςΗμίσκληρα ξύλαΒαθμός σκληρότηταςΣκληρά ξύλαΒαθμός σκληρότηταςΈλατο1,5Ακροκερασιά3,3Φτελιά4,2Πεδινή Πεύκη2Iroko3,3Σφενδάμι καναδικό4,8Καστανιά2,3Σφενδάμι3,4Mertau4,9Λάρτζινο2,3Οξιά3,7Angelique4,9Σημύδα2,6Δρυς3,7Werge5,6Teck2,8Kambela3,7 Μελιά3,8 Πίνακας Θερμικής συμπεριφοράς του ξύλου:
Βελονόφυλλα
0,13
Οξιά0,20Δρυς0,20Φτελιά0,17(Όλες οι τιμές είναι προσεγγιστικές) Συντελεστής θερμικής αγωγιμότητας σε W/mKΠίνακας υγρασίας ξυλείας & περιβάλλοντος:
Υγρασία του περιβάλλοντος αέρα (%)**
Υγρασία ισορροπία του ξύλου (%)*
306408509 - 1065127013 - 14751580178519* πρόκειται για τιμές μέσης υγρασίας Η υγρασία του περιβάλλοντος αέρα, δεν πρέπει να υπερβαίνει το 60% κατά την τοποθέτηση
Η ξυλεία της επίστρωσης παραδίδεται από το εργοστάσιο σε μια υγρασιακή κατάσταση τέτοια, ώστε να έχει τις μικρότερες δυνατές αυξομειώσεις διαστάσεων κάτω από συνηθισμένες συνθήκες χρήσης. Η υγρασία αυτή κυμαίνεται γενικά μεταξύ 7% και 11%.
Η υγρασία του υπόβαθρου, πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 2% και 3%. Για υπόβαθρο με εγκατάσταση συστήματος ενδοδαπέδιας θέρμανσης η στάθμη αυτή είναι 1,5%. Η γνώση της υγρομετρικής κατάστασης του περιβάλλοντος αέρα είναι ουσιώδης γιατί αυτή προσδιορίζει την υγρασία ισορροπίας του ξύλου.
4. Προστασία και Συντήρηση
Οι κύριοι παράγοντες που είναι πιθανό να προσβάλουν τα ξύλα υποβαθμίζοντας την αντοχή, την υγιεινή και την αισθητική του ζευκτού είναι:
Η υγρασία:
Το ξύλο υπό την επίδραση της υγρασίας, σε συνδυασμό με θερμοκρασιακές μεταβολές και ελλιπή αερισμό, κινδυνεύει να αναπτύξει φυτικούς και ζωικούς μύκητες. Για την αποφυγή τέτοιων φαινομένων, αρχικά τα ξύλα που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του ζευκτού πρέπει να είναι στεγνά και μετά την τοποθέτησή του είναι απαραίτητο να εξασφαλίζεται ο αερισμός τους. Η επαφής τους με υγρά ή υγροσκοπικά υλικά πρέπει να αποφεύγεται, Στις περιοχές που τα ξύλα εφάπτονται με σκυρόδεμα ή τοιχοποιίες χρειάζεται να παρεμβάλλονται στεγανωτικά μέσα. Για προστασία από την υγρασία τα ξύλα περνιούνται με στεγανωτικά βερνίκια τα οποία εισχωρούν μέσα στους πόρους τους.
Τα έντομα:
Το σαράκι αποτελεί το σπουδαιότερο εχθρό των κατεργασμένων ξύλων. Ευνοείται από την έλλειψη αερισμού και φυσικού φωτισμού. Αν δεν καταπολεμηθεί έγκαιρα, εξαπλώνεται και καταστρέφει πολύ γρήγορα μεγάλες μάζες ξύλου. Η εξυγίανση των προσβεβλημένων ξύλων γίνεται με την αφαίρεση όλων των προσβεβλημένων τμημάτων σε βάθος και τον καυτηριασμό τους με φλόγα. Ακολουθεί βούρτσισμα με μεταλλική βούρτσα ή τρίψιμο με γυαλόχαρτο. Στη συνέχεια το σύνολο του φορέα ψεκάζεται με ειδικά εντομοκτόνα υλικά. Άλλη τεχνική συνίσταται στον εμποτισμό του ξύλου με εντομοκτόνο υλικό με τη μέθοδο των ενέσεων, μέσα από οπές διαμέτρου 7 - 12 ΠΙΠΙ που ανοίγονται στον ξύλινο φορέα ανά 15 εκ. Τα ξύλα που έχουν προσβληθεί από έντομα άλλου είδους εξυγιαίνονται επίσης με αφαίρεση των προσβεβλημένων τμημάτων. Οι οπές αφήνονται ανοιχτές επί αρκετές μέρες σε συνθήκες καλού αερισμού, καυτηριάζονται με καυτό αέρα ή ειδικά αέρια και στη συνέχεια κλείνονται με κερί. Τελικά το σύνολο του φορέα ψεκάζεται με κατάλληλο εντομοκτόνο υλικό.
Οι μύκητες:
Προϋπόθεση για την ανάπτυξη μυκήτων αποτελεί η αποσύνθεση των ινών του ξύλου από την υγρασία σε συνδυασμό με την έλλειψη αερισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν αναπτύσσονται μύκητες σε ξύλα με υγρασία μικρότερη από 20%. Οι μύκητες προσβάλλουν το εσωτερικό των κυττάρων του ξύλου και τους προσδίδουν χαρακτηριστικό γαλαζωπό χρώμα. Τα ρητινώδη ξύλα προσβάλλονται από έναν ειδικό μύκητα εποπλέιον αυτών που προσβάλλουν τα άλλη ξύλα. Γενικά η προσβολή ξεκινά από μέσα προς τα έξω κι έτσι δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή.
Η φωτιά:
Η προστασία των ξύλινων στοιχείων από τη φωτιά αφορά κυρίως τις αποστάσεις τους από καπνοδόχους, εστίες φωτιάς, εύφλεκτα υλικά κλπ. (DIN 4102). Υπάρχουν επίσης πυροπροστατευτικά υλικά που εφαρμόζονται στα ξύλα με επάλειψη ή ψεκασμό. Ο συνδυασμός ρητινώδους επάλειψης με αφρώδες πυροπροστατευτικό υλικό αποτελεί μια αποτελεσματική επιλογή. Τα πυροπροστατευτική υλικά πρέπει γενικά να εφαρμόζονται στα ξύλα τελευταία, μετά από τα στεγανωτικά και μυκητοκτόνα υλικά.
Στη σύγχρονη αγορά υπάρχουν υλικά που προσφέρουν στο ξύλο συνδυασμένη προστασία από κάποιες από τις επιδράσεις που αναφέρθηκαν προηγούμενα, ενώ ταυτόχρονα προσδίδουν στο ξύλο διάφορες επιθυμητές αποχρώσεις. Γενικά τα υλικά προστασίας του ξύλου είναι τοξικά, για το λόγο αυτό η εφαρμογή τους πρέπει να γίνεται σε αεριζόμενους χώρους και οι τεχνίτες να φορούν προστατευτικά γάντια και μάσκες.
5. Οι ξύλινες στέγες
Α) Ξυλεία
Η ξυλεία που χρησιμοποιείται συνήθως για την κατασκευή των ξύλινων ζευκτών προέρχεται από μαλακά ξύλα με σκληρότερο πυρήνα όπως είναι το πεύκο, το έλατο κ.α. ή από σκληρά ξύλα όπως είναι η δρυς, το άγριο πεύκο, η καρυδιά κ.α. Οι κατηγορίες ποιότητας δομικής ξυλείας περιλαμβάνονται στα DIN 4074, 1052, 1074, 4074. Σύμφωνα με τους κανονισμούς αυτούς, η δομική ξυλεία διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες ποιότητας στις οποίες λαμβάνονται υπόψη η φέρουσα ικανότητα των ξύλων, τα επιτρεπτά ελαττώματά του, η σχέση της διατομής του ξύλινου στοιχείου με τη διατομή του κορμού από τον οποίο προέρχεται και τα πλάτη των ετήσιων δακτυλίων.
Γενικά για την κατασκευή των ζευκτών επιλέγονται ξύλα τα οποία έχουν αναπτυχθεί ίσα, χωρίς συστροφές και κατά το δυνατό χωρίς ελαττώματα. Τα συνεστραμμένα ξύλα λαξεύουν κατά την ξήρανση και αυτά που δεν έχουν αναπτυχθεί ίσα συρρικνώνονται ανομοιόμορφα και σκεβρώνουν.
Οι ρόζοι αποδυναμώνουν την αντοχή των ξύλινων διατομών, ενώ οι βαθιές ρωγμές ή απολεπίσεις καθιστούν το ξύλο άχρηστο για φέρουσες κατασκευές. Αντίθετα, οι λεπτές επιφανειακές ρωγμές που προέρχονται από συρρίκνωση ξήρανση του ξύλου επηρεάζουν ελάχιστα την αντοχή του.
Χαρακτηριστική τεχνική ιδιότητα του ξύλου είναι η ανισορροπία του, δηλαδή ι ιδιότητά του να έχει διαφορετική συμπεριφορά κατά τη διεύθυνση των ινών σε σύγκριση με τη διεύθυνση την κάθετη προς τις ίνες του.
Β) Συνδέσεις ξύλινου ζευκτού
Απαραίτητη προϋπόθεση για την καλή συμπεριφορά του ζευκτού αποτελεί η τέλεια μεταβίβαση των φορτίων στα σημεία των κόμβων. Παλαιότερα, οι παραδοσιακοί τεχνίτες χρησιμοποιούσαν ως κύριο τρόπο σύνδεσης τη σύνδεση μορφής, τρόπος που τείνει σήμερα να εγκαταλειφθεί γιατί εξασθενίζει τις διατομές. Συνηθέστερα χρησιμοποιούνται μεταλλικοί συνδετήρες, πίροι, απλοί κοχλίες και ήλοι. Τα μέσα αυτά μπορεί να δρουν συμπληρωματικά με απλές εγκοπές των ξύλων, τεμάχια ξύλινων φύλλων και κομβοελάσματα.
Η σύνδεση των ξύλινων δοκίδων μόνο με κοχλίες μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε περιπτώσεις ζευκτών που δέχονται περιορισμένα φορτία. Σε άλλες περιπτώσεις, οι μεγάλες διατομές των δοκίδων επιβάλλουν μεγάλα μήκη κοχλιών τα οποία υφίστανται παραμορφώσεις.
Γ) Αερισμός
Ο αερισμός όλων των στοιχείων μιας ξύλινης στέγης αποτελεί προϋπόθεση για την αντοχή όλων των υλικών της στο χρόνο και για την υγιεινή του κτηρίου.
Η διατήρηση όλων των υλικών σε κανονικές συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας εμποδίζει την υποβάθμισή τους και τις ανάγκες συντήρησης αι αντικατάστασής τους.
- Ο αερισμός του ξύλινου ζευκτού εμποδίζει τη δημιουργία μικροοργανισμών που προκαλούν το σάπισμά του.
- Ο αερισμός της επικάλυψης της στέγης διευκολύνει το στέγνωμα του υλικού επικάλυψης από τη βροχή και εμποδίζει τη θραύση τους από τον παγετό.
- Ο αερισμός των θερμομονωτικών υλικών τα εμποδίζει να απορροφούν υγρασία, να συγκεντρώνουν μικροοργανισμού και να χάνουν τη μονωτική τους ιδιότητα.
- Ο αερισμός του χώρου κάτω από τη στέγη εμποδίζει τη συγκέντρωση υδρατμών κα τη συμπύκνωσή τους στην κάτω επιφάνεια της στέγης.
Η θερμομόνωση μια ξύλινης στέγης αποτελεί απαραίτητο στοιχεί για τη θερμική άνεση του εσωτερικού χώρου του κτηρίου. Ως θερμομονωτικά υλικά χρησιμοποιούνται συνήθως ινώδη υλικά σε μορφή παπλώματος π.χ. υαλοβάμβακας και άκαμπτες ή ημιάκαμπτες πλάκες π.χ. από πολυστερίνη ή πολυουρεθάνη. Σε περίπτωση που ο χώρος στο εσωτερικό του ζευκτού δεν είναι κατοικήσιμος, ή θερμομόνωση τοποθετείται πάνω ή κάτω από τη διαχωριστική επιφάνεια που αποτελεί το δάπεδο της σοφίτας και την οροφή του κατοικημένου χώρου.
Αν ο χώρος στο εσωτερικό του ζευκτού είναι κατοικήσιμος τότε η θερμομόνωση τοποθετείται στο επίπεδο των αμειβόντων. Αυτή καταλαμβάνει συνήθως τους χώρους μεταξύ των αμειβόντων, αφήνοντας τους εσωτερικό εμφανείς ή τους επικαλύπτει (εσωτερική θερμομόνωση). Μπορεί εξάλλου το θερμομονωτικό υλικό να τοποθετηθεί πάνω από τους αμείβοντες (εξωτερική θερμομόνωση). Η κάτω πλευρά της θερμομονωτικής στρώσης πρέπει να προστατεύεται από την υγρασία που προέρχεται από τον εσωτερικό χώρο με τη χρήση φράγματος υδρατμών.
Ε) Στεγάνωση
Στεγάνωση του ζευκτού με μεμβράνες. Μεταξύ του ζευκτού και του υλικού επικάλυψης της στέγης πρέπει υπάρχει κατάλληλη στεγανωτική στρώση η οποία να προστατεύει το ζευκτό και τη θερμομόνωση από νερό της βροχής, το χιόνι, τη σκόνη και τον αέρα. Αντίθετα η στεγανωτική στρώση πρέπει να είναι διαπερατή από τους υδρατμούς που προέρχονται από τον εσωτερικό χώρο, έτσι ώστε να αποφεύγεται η συμπύκνωση τους. Οι στεγανωτικές μεμβράνες που χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτό πρέπει να διαθέτουν την κατάλληλη αντοχή σε μηχανικές καταπονήσεις όπως έλξη θραύση, σχίσιμο, τριβή, σε θερμοκρασιακές μεταβολές και σε χημικές επιδράσεις.
Χρησιμοποιούνται συνήθως μεμβράνες από ασφαλτικά ή πλαστικά φύλλα οι οποίες μπορεί να είναι ενισχυμένες με ενσωματωμένα λεπτά πλέγματα. Δύο μεμβράνες που περικλείουν πλέγμα μεταξύ τους δημιουργούν μια στρώση με μεγάλη αντοχή στο σχίσιμο. Η πάνω πλευρά των μεμβρανών μπορεί να έχει ενσωματωμένη επένδυση αλουμινίου για να αντανακλά την ηλιακή ακτινοβολία. Η τοποθέτηση των μεμβρανών μπορεί να γίνει:
α) Ελεύθερα πάνω στους αμείβοντες χωρίς τέντωμα. Η απλή αυτή μέθοδος αφήνει τη μεμβράνη αρκετά ελεύθερη να παραμορφώνεται ή να αναδιπλώνεται υπό άσχημες καιρικές συνθήκες ή ακόμη να δημιουργεί θόρυβο όταν ο άνεμος είναι δυνατός. Η λύση αυτή είναι καλύτερο να αποφεύγεται στην περίπτωση της εξωτερικής θερμομόνωσης του ζευκτού.
β) Με τέντωμα, με την παρεμβολή πρόσθετων δοκίδων που καρφώνονται κάθετα στους αμείβοντες του ζευκτού. Η μεμβράνη μπορεί να τεντωθεί και πάνω σε άκαμπτο θερμομονωτικό υλικό ή σε πέτσωμα. Πάνω στις δοκίδες στερέωσης της μεμβράνης καρφώνονται σταυρωτά οι τεγίδες στήριξης του υλικού επικάλυψης.
ΣΤ) Υλικά επικάλυψης:
α) Αργιλικά κεραμίδια
Τα κεραμίδια αποτελούν το συνηθέστερο παραδοσιακό υλικό επικάλυψης ξύλινων ζευκτών στην Ελλάδα. Στις σύγχρονες κατασκευές προσαρμόζονται σε πολλές αρχιτεκτονικές επιλογές και προτιμώνται για την καλαίσθητη παραδοσιακή τους εμφάνιση και τη στεγανότητα που παρέχουν στη στέγη σε συνδυασμό με τη δυνατότητα αναπνοής. Είναι άκαυστα, έχουν αρκετά μεγάλη θερμοχωρητικότητα και προσαρμόζονται στο ξύλινο ζευκτό με διάφορους τρόπους, ανάλογα με το σχήμα τους.
Τα πτυχωτά (γαλλικά) και τα κυματοειδή (ολλανδικά) κεραμίδια έχουν ακμές διαμορφωμένες έτσι ώστε να εφαρμόζουν μεταξύ τους. Στην πίσω πλευρά τους έχουν ειδική προεξοχή με οπή, μέσα από την οποία δένονται με σύρμα στις τεγίδες του ζευκτού. Η απόσταση μεταξύ των τεγίδων διαμορφώνεται ανάλογα με το μήκος των κεραμιδιών. Τα κεραμίδια δένονται όλα σε στέγες με μεγάλη κλίση και σε περιοχές με δυνατούς ανέμους. Σε στέγες μέτριας και μικρής κλίσης και σε περιοχές με ήπιο κλίμα μπορούν δεθούν μόνο μερικές σειρές κεραμιδιών (περίπου το 30% των τεμαχίων).
Τα κοίλα βυζαντινά κεραμίδια τοποθετούνται κολυμβητά με άσβεστο - τσιμεντοκονίαμα. Ανάλογα με την κλίση της στέγης και με την ένταση των ανέμων στην περιοχή μπορούν να επικολληθούν μόνο μερικές σειρές κεραμιδιών. Ειδικές μορφές κοίλων κεραμιδιών μπορούν να εφαρμοστούν χωρίς επικόλληση σε πυκνές τεγίδες με κατάλληλη απόσταση μεταξύ τους.
Τα ρωμαϊκά κεραμίδια (συνδυασμός πτυχωτών και κοίλων κεραμιδιών) τοποθετούνται με συνδυασμό επικόλλησης και δεσίματος.
Τα επίπεδα κεραμίδια χρησιμοποιούνται σπάνια στην Ελλάδα. Αγκυρώνονται στις τεγίδες με προεξοχές που υπάρχουν στο πίσω μέρος τους ή καρφώνονται μέσα από προδιαμορφωμένες οπές. Αλληλεπικαλύπτονται κατά μήκος περίπου κατά τα 2/3 τους, ενώ κατά πλάτος απλώς εφάπτονται. Οι διαδοχικές σειρές διαμορφώνονται με εναλλασσόμενους αρμούς.
β) Σχιστόπλακες
Οι σχιστόπλακες αποτελούσαν στο παρελθόν το πιο συνηθισμένο υλικό επιστέγασης στα ορεινά χωριά της Ελλάδας. Σήμερα χρησιμοποιούνται κυρίως στο Πήλιο και σε μερικά χωριά της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης. Στις σύγχρονες κατασκευές οι σχιστόπλακες μπορούν να προσδώσουν ιδιαίτερο παραδοσιακό χαρακτήρα σε στέγες με μέτριες ή μικρές κλίσεις.
Συνήθως τοποθετούνται μεγαλύτερες πλάκες στην περίμετρο της στέγης και πλάκες ισιωμένου πλάτους προς την κορυφή. Το ύψος των πλακών της ίδιας στέγης πρέπει να είναι περίπου σταθερό, ενώ η ποικιλία του πλάτους δίνει στη στέγη μια ακαλαίσθητη φυσική εμφάνιση. Οι πλάκες πρέπει να είναι γενικά λεπτές και με επίπεδη κάτω επιφάνεια για καλή έδραση.
Οι πλάκες τοποθετούνται με την παρεμβολή πετσώματος ή χωρίς αυτό και μπορεί να στηρίζονται σε τεγίδες. Εφαρμόζονται κατά τρόπο ώστε σε κάθε σημείο το πάχος της επικάλυψης να ισούται με τρία πάχη πλακών και στερεώνονται στις τεγίδες ή απευθείας στο πέτσωμα με καρφιά ή συνδετήρες από ανοξείδωτο χάλυβα ή χαλκό. Τα καρφιά εισχωρούν σε προκατασκευασμένες οπές στην πάνω ακμή ή στο μέσο των πλακών. Η κορυφογραμμή της επικάλυψης διαμορφώνεται με δύο αντικριστές λουρίδες πλακών οι οποίες αλληλεπικαλύπτονται και συνδέονται μεταξύ τους με ελαστικό τσιμεντοκονίαμα.
Φυσικά, εκτός από τα αργιλικά κεραμίδια ή τις σχιστόπλακες, υπάρχουν και άλλα υλικά επικάλυψης: ασφαλτικά κεραμίδια, μεταλλικά φύλλα.
Οι γράφοντες εκφράζουν την παντελή αντίθεσή τους με αυτά τα υλικά, τόσο για λόγους αισθητικούς όσο και για λόγους οικολογικούς - περιβαλλοντικούς.
Ελληνικά περιεχόμενα